- αξεκαθάριστος
- -η, -οαδιευκρίνητος, ατακτοποίητος(«λογαριασμός αξεκαθάριστος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξεκαθάριστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξεκαθαρίστηκε: Οι μεταξύ τους λογαριασμοί έμεναν ακόμη αξεκαθάριστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξεμπέρδευτος — η, ο 1. αυτός που δεν ξεμπερδεύτηκε, που δεν απαλλάχθηκε από μπέρδεμα, περιπλοκή 2. αδιευκρίνιστος, ατακτοποίητος, αξεκαθάριστος 3. (για πρόσωπο) αυτός που δεν εξοντώθηκε … Dictionary of Greek
αδιευκρίνιστος — η, ο αξεκαθάριστος, σκοτεινός: Οι προθέσεις του μένουν πάντα αδιευκρίνιστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)